Εξαιρετικά βραχύβιες αποδεικνύονται οι περισσότερες ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς το 56% αυτών «πεθαίνει» πριν καλά καλά συμπληρώσει μία δεκαετία ζωής, αποδεικνύοντας ότι συχνά τα επιχειρηματικά εγχειρήματα στην Ελλάδα γίνονται πρόχειρα, χωρίς σχέδιο, χωρίς επαρκή κεφάλαια, με κίνητρο την ανάγκη και όχι διότι οι επίδοξοι επιχειρηματίες έχουν διαγνώσει μια πραγματική ευκαιρία.
Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαιτέρως έντονο σε δύο από τους πολυπληθέστερους κλάδους της ελληνικής επιχειρηματικότητας, το λιανεμπόριο και την εστίαση, όπου το 55,16% και το 65,83% αντιστοίχως των επιχειρήσεων είχαν ηλικία έως 10 έτη όταν έκλεισαν.
Μάλιστα, σε αυτούς τους δύο κλάδους καταγράφονται πολύ σημαντικά ποσοστά και στις πιο μικρές ηλικίες: στην εστίαση το 42,71% των επιχειρήσεων έκλεισε το πολύ ύστερα από πέντε χρόνια ζωής, με το 3,68% να «κατεβάζει ρολά» πριν καν λειτουργήσει για 12 μήνες. Στο λιανεμπόριο δεν είχαν κλείσει δωδεκάμηνο και έκλεισαν 1.540 επιχειρήσεις ή 5,73% ενώ συνολικά το 34,19% είχαν συμπληρώσει έως και 5 έτη όταν διεκόπη η λειτουργία τους.
Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, στον σύντομο βίο δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων τα τελευταία χρόνια διαδραμάτισε αρχικά η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και στη συνέχεια η πανδημική κρίση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αριθμός των «λουκέτων» στην εστίαση κατέγραψε τη μεγαλύτερη αύξηση αρχικά το 2016, μετά την επιβολή των capital controls, και το 2022, μετά τη διετία των σκληρών lockdowns, όταν έβαιναν προς τερματισμό τα μέτρα κρατικής στήριξης των επιχειρήσεων και δεν υπήρχε πλέον η ρήτρα μη διακοπής της λειτουργίας των επιχειρήσεων που λάμβαναν τα διάφορα ωφελήματα.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) που παρουσιάζει σήμερα η «Καθημερινή» της Κυριακής, το 2016 έκλεισαν 4.147 επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης, περισσότερες κατά 171,58% σε σύγκριση με το 2015. Το 2022 έκλεισαν 3.063 επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου, αυξημένες κατά 63,53% σε σύγκριση με το 2021. Στο λιανεμπόριο –εξαιρουμένου του κλάδου αυτοκινήτων– επίσης το 2016 σημειώθηκε το ρεκόρ «λουκέτων», 6.413, αυξημένα κατά 193,37% σε σύγκριση με το 2015, ενώ το 2022 έκλεισαν 3.845 λιανεμπορικές επιχειρήσεις, περισσότερες κατά 32,18% σε σύγκριση με το 2021.
Αλώβητος φυσικά δεν ήταν ούτε ο κλάδος των τουριστικών καταλυμάτων, με το ρεκόρ των «λουκέτων» να καταγράφεται το 2022, 882 έναντι 689 το 2021, αυξημένα κατά 42,26% σε ετήσια βάση. Πριν από το 2022 και τις συνέπειες της COVID-19 στον τουρισμό, ο μεγαλύτερος αριθμός κλεισιμάτων στον κλάδο είχε καταγραφεί το 2016, 830 συνολικά, αυξημένα κατά 215,59% σε σύγκριση με το 2021.
Αρκετά διαφορετική είναι η εικόνα στη μεταποίηση, κλάδος στον οποίο γίνονται κατά κανόνα μεγαλύτερες επενδύσεις και προβλέπεται έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερος χρόνος απόσβεσης. Ωστόσο, δεν λείπουν και εκεί περιπτώσεις μεταποιητικών επιχειρήσεων που ολοκλήρωσαν τον κύκλο ζωής μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 40,78% των μεταποιητικών επιχειρήσεων που έκλεισαν ήταν ηλικίας άνω των 20 ετών και το 23,39% είχαν λειτουργήσει από 11 έως 19 χρόνια. Κάτω των 10 ετών όταν διέκοψαν τη λειτουργία τους ήταν το 35,83% των επιχειρήσεων, εκ των οποίων το 9,82% (1.053 επιχειρήσεις) ήταν 3-5 ετών όταν έβαλαν «λουκέτο», το 7,30% (783 επιχειρήσεις) 1-2 ετών, ενώ 189 επιχειρήσεις ή 1,76% έκλεισε πριν συμπληρώσει 12 μήνες ζωής.
Σε αυτή την περίπτωση, βεβαίως, συγκαταλέγονται και επιχειρήσεις των οποίων είχε γίνει απλώς η σύσταση, χωρίς στην πραγματικότητα να προχωρήσουν ποτέ οι σχετικές επενδύσεις.
Τα πιο μεγάλα ποσοστά σύντομου επιχειρηματικού βίου καταγράφονται στις ΙΚΕ (ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες), καθώς το 84,81% των εταιρειών αυτής της νομικής μορφής που έκλεισαν ήταν από 0-5 ετών. Σε απόλυτους αριθμούς, βεβαίως, οι περισσότερες επιχειρήσεις που έχουν κλείσει –διαχρονικά– είναι οι ατομικές. Το 33,89% (ή 55.306) των ατομικών επιχειρήσεων έκλεισαν ενώ ήταν από 0-5 ετών, ενώ 66,11% ήταν ηλικίας από 6 ετών και άνω όταν έκλεισαν.
Σήμερα, σύμφωνα, με το ΓΕΜΗ υπάρχουν συνολικά 934.708 επιχειρήσεις, εκ των οποίων το 67,69% (632.696 επιχειρήσεις) είναι ατομικές, το 9,11% ΙΚΕ, το 9,02% ομόρρυθμες εταιρείες (Ο.Ε.), το 5,72% ετερόρρυθμες (Ε.Ε.), το 4,68% ανώνυμες (Α.Ε.), το 2,53% εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ),ενώ οι υπόλοιπες νομικές μορφές αποτελούν συνολικά ποσοστό 1,25%.
Σε επίπεδα-ρεκόρ οι νέες συστάσεις επιχειρήσεων το 2023
Ρεκόρ τουλάχιστον για την περίοδο 2012-2023, για την οποία υπάρχουν στοιχεία στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), κατέγραψαν το 2023 οι συστάσεις επιχειρήσεων, ξεπερνώντας πανελλαδικά για πρώτη φορά τις 50.000 και πλησιάζοντας τις 60.000, καθώς διαμορφώθηκαν σε 57.542, με την επιχειρηματικότητα να μη φαίνεται να επηρεάζεται από το γεγονός ότι η περυσινή ήταν μια εκλογική χρονιά, με την οικονομία να εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με τον πληθωρισμό.
Εξαιρετικά θετικό είναι και το γεγονός ότι κατεγράφη μείωση των επιχειρήσεων που έκλεισαν μέσα στο 2023, καθώς υποχώρησαν σε 20.831 από 21.708 το 2022, μία μείωση δηλαδή της τάξης του 4% περίπου. Αποτέλεσμα του παραπάνω ήταν να διαμορφωθεί ένα σημαντικά υψηλότερο θετικό ισοζύγιο 36.711 επιχειρήσεων από 28.628 το 2022.
Σχεδόν το 43% των επιχειρήσεων που άνοιξαν το 2023 ήταν φυσικά οι ατομικές, 24.562 σε σύνολο 57.542, με τον αριθμό τους, μάλιστα, να έχει αυξηθεί κατά 19,52% σε σύγκριση με το 2022. Το 24% περίπου ήταν ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (ΙΚΕ) και το 17% ετερόρρυθμες, με την εν λόγω νομική μορφή να παρουσιάζει μια εντυπωσιακή αύξηση εγγραφών στο ΓΕΜΗ, κατά 42% σε σύγκριση με το 2022. Μείωση 4,30% από την άλλη κατεγράφη στη σύσταση ανωνύμων εταιρειών, 1.670 το 2023 από 1.745 το 2022, με τις Α.Ε. να αποτελούν το 2,9% των επιχειρήσεων που συστάθηκαν την περυσινή χρονιά.
Στην εστίαση, μάλιστα, παρά την αυξημένη τουριστική κίνηση το 2023 τα «λουκέτα» παρέμειναν στα ίδια υψηλά επίπεδα του 2022 (3.036 το 2023 έναντι 3.063 το 2022), σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στους άλλους βασικούς κλάδους της οικονομίας.
Εκτός από το μικρό μέγεθος, τον αρκετά ευκαιριακό χαρακτήρα και τον βραχύ βίο, η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό: εξακολουθεί να είναι ανδροκρατούμενη.
Από τα 610.000 φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στις επιχειρήσεις (στη διοίκηση, τη διαχείριση κ.α.) μόλις το 29% είναι γυναίκες, με την «ψαλίδα» να μεγαλώνει ακόμη περισσότερο ανάμεσα στα δύο φύλα όταν πρόκειται για υψηλόβαθμες θέσεις ευθύνης. Ετσι, για παράδειγμα, θέση διευθύνουσας συμβούλου έχουν μόνο 613 γυναίκες σε σύνολο 3.910 CEO που καταγράφονται στο ΓΕΜΗ, ποσοστό δηλαδή μόλις 15,6%. Σε σύνολο 21.358 φυσικών προσώπων που κατέχουν ταυτόχρονα το αξίωμα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου μιας επιχείρησης, γυναίκες είναι μόλις το 21,2%.
Η «ψαλίδα» κλείνει ελαφρώς όταν πρόκειται για απλά μέλη διοικητικών συμβουλίων, με το 32% να είναι γυναίκες και ακόμη περισσότερο όταν πρόκειται για θέσεις όπως αυτή της γραμματέως ενός διοικητικού συμβουλίου (περίπου 37% γυναίκες). Στις ατομικές επιχειρήσεις, που στο μεγαλύτερο μέρος πρόκειται για ελεύθερους επαγγελματίες, το 35% των ιδιοκτητών είναι γυναίκες.
Διευκρινίζεται εδώ ότι η κατανομή σε φύλο υπολογίζεται από το ΓΕΜΗ αλγοριθμικά και κατά προσέγγιση, με βάση το όνομα του φυσικού προσώπου, καθώς, σύμφωνα με τον νόμο 4624/2019, το φύλο εμπεριέχεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και δεν απαιτείται η δήλωσή του.
Η «Καθημερινή»