Ο θρύλος για τον χαμένο θησαυρό του Αλή Πασά, οδήγησε μία γυναίκα από τα Ιωάννινα σε δικαστική περιπέτεια που κράτησε 7 χρόνια, καθώς επίδοξοι χρυσοθήρες πίστευαν ότι στο σπίτι της κρυβόταν μέρος του θησαυρού.
Σύμφωνα με τις ιστορίες που κυκλοφορούν από γενιά σε γενιά για τον θησαυρό του Αλή Πασά, ο ίδιος λίγο πριν το τέλος του στην περιοχή φόρτωσε τρία μουλάρια με μέρος του θησαυρού του, τα οποία όμως αποπροσανατολίστηκαν και χάθηκαν στα χωριά γύρω από την πόλη των Ιωαννίνων.
Ο θρύλος αυτός για τον χαμένο θησαυρό του Αλή Πασά οδήγησε μία γυναίκα σε μία δικαστική περιπέτεια που κράτησε 7 χρόνια, καθώς επίδοξοι χρυσοθήρες κατήγγειλαν τη γυναίκα για σωρεία παραβάσεων των οικοδομικών διατάξεων ζητώντας να κριθεί το σπίτι της κατεδαφιστέο, καθώς αυτοί πίστευαν ότι στο σημείο αυτό είναι κρυμμένος ο θησαυρός του Αλή Πασά. Η 75χρονη, σήμερα γυναίκα, δικαιώθηκε πριν λίγες ημέρες στο Εφετείο και οι υπαίτιοι που την ταλαιπώρησαν για τόσα χρόνια καταδικάστηκαν.
Η δικηγόρος Αμαλία Τάσση, που εκπροσώπησε τη γυναίκα στο δικαστήριο αποκάλυψε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όλα όσα συνέβησαν. «Ο θρύλος συνδέεται με τη συγκεκριμένη υπόθεση, γιατί είχε ανοιχτεί ένα φρέαρ, μια τρύπα βάθους 9 μέτρων και διάμετρο στο 1,5 μέτρο, μέσα στην όμορη κατοικία, στη μεσοτοιχία των δύο σπιτιών, αλλά και έξω στην αυλή. Αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 2015. Στο ακροατήριο, υπήρξαν υπαινιγμοί και νύξεις από μάρτυρες, πως ο λόγος των εργασιών, ήταν για την αναζήτηση θησαυρού, ενώ ο γείτονας υποστήριζε πως ήθελε να κάνει αποθήκη και πηγάδι. Μάρτυρας κατέθεσε, πως κατά τη διάρκεια των εργασιών που γινόταν με κλειστές πόρτες, είχαν τοποθετηθεί γύρω από το σπίτι κάμερες», είπε η κα Τάσση. Τελικά, η 75χρονη απαλλάχτηκε και καταδικάστηκε ο υπαίτιος για παραβίαση των οικοδομικών διατάξεων.
Αναζητώντας πληροφορίες για τον θησαυρό του Αλή Πασά, ο Φώτη Ραπακούση διευθυντής του Μουσείου Αλή Πασά και της επαναστατικής περιόδου στο Νησί των Ιωαννίνων είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Πράγματι, ο φεουδάρχης Αλή Πασάς, ήταν από τους πιο πλούσιος ανθρώπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ευρώπης.
Παράδειγμα, τα τσιφλίκια, τα ιδιωτικά χωριά, που είχε στην ιδιοκτησία του ήταν 960. Είχε, αλυκές, τελωνεία, χάνια, έλεγχε τα δερβένια με τους δερβέναγες, οι οποίοι εισέπρατταν τους φόρους, στις εισόδους και τις εξόδους των πόλεων και των χωριών. Είχε 1,5 εκατ, γιδοπρόβατα, ενώ στα παράλια της Ηπείρου είχε ελαιόδεντρα.
Να σημειώσουμε, πως σε περιόδους κρίσης συντηρούσε 40 χιλιαδες άνδρες, μισθοφορικό στρατό. Πανούργος ο Αλή πασάς, επέτρεψε στους εμπόρους να ανοίξουν τη δραστηριότητα τους στις πόλεις της Δύσης και της Ανατολής, όμως για να επιστρέψουν τα χρήματα στο δικό του φέουδο, κρατούσε ομήρους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Ο κ. Ραπακούσης επισημαίνει ότι Αλή Πασάς το 1819 αγόρασε την Πάργα από τους Άγγλους και την προσάρτησε στο κράτος του. «Διατηρούσε πολλά τιμαλφή. Είχε ακριβά ρολόγια, πολύτιμους λίθους, πολύτιμα δώρα, τα οποία αποκτούσε εκβιαστικά από τους προξένους και τους διπλωματικούς υπαλλήλους που υπηρετούσαν στα Ιωάννινα. Ήταν φιλάργυρος, τσιφούτης θα λέγαμε σήμερα, δεν χάλαγε δεκάρα, έτρωγε σε σπίτια άλλων για να μην ξοδεύεται» σημειώνει.
Μετά το τέλος του, τον Φεβρουάριο του 1822, κατασχέθηκε η δημόσια περιουσία του, από τον αυτοκρατορικό οθωμανικό στρατό.
Όμως, είχε φροντίσει να αποθηκεύσει στην ακρόπολη Ιτς Καλέ, του Κάστρου των Ιωαννίνων, έναν απίστευτα μεγάλο θησαυρό σε νομίσματα χρυσά, ασημένια, καθώς και πολύτιμους λίθους.
Σοβαρή υποψία υπάρχει, αναφορικά με το μεγάλο πράσινο διαμάντι που εκτίθεται στο Τοπ Καπί, ότι δηλαδή αυτό ανήκε στην συλλογή του Αλή πασά. Όταν το 1816 ο έκπτωτος βασιλιάς της Σουηδίας Γουσταύος ο Δ’ πηγαίνοντας στους Αγίους Τόπους παρέκαμψε του ταξιδιού του και έφτασε στην Πρέβεζα για να συναντήσει τον Φεουδάρχη.
Κατά την συνάντηση, ο Γουσταύος πούλησε στον Αλή-πασά, ένα σπάνιο διαμάντι. Πιθανό να είναι αυτό που κοσμεί το Τοπ Καπί.
Κατά την πολιορκία του Κάστρου το 1820, τα σουλτανικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Χουρσίτ πασά, άρπαξε 64 εκατ. γρόσια από το Ιτς Καλέ και τα έδωσε στους Οθωμανούς
Ο αριθμός δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος για το εύρος του θησαυρού του Αλή.
Ένα μεγάλο μέρος του θησαυρού, καταξοδεύτηκε στην πολιορκία των 18 μηνών, καθώς πλήρωνε έναν μεγάλο μισθοφορικό πολυεθνικό στρατό 40 χιλιάδων ανδρών. Ένα άλλο μέρος του, χρειάστηκε από το 1814 και μετά για τα 14 κάστρα που έκτισε από την Ναύπακτο, μέχρι το Μπεράτι της Αλβανίας.
Ο θαλαμηπόλο της συζύγου του Βασιλικής, αναφέρει, πως καθώς πήγαιναν στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, περιμένοντας για την αθώωση του, σε μια βάρκα είχε 10 κιβώτια σιδερένια, τα οποία όταν έφτασαν στο μέσο της λίμνης, ο Αλή διέταξε να τα ρίξουν στο νερό.
Μεγάλα χρηματικά ποσά ξόδεψε, όταν έστειλε τον έμπιστό του Αλέξη Νούτσο στο Μεσολόγγι, για την υποστήριξη και παρότρυνση των Ελλήνων, να «χτυπήσουν» τον τουρκικό στρατό από τον νότο, ώστε να ανασάνει ο Αλή Πασάς στα Γιάννενα.
Επίσης, τις ημέρες της πολιορκίας, το Δημόσιο Ταμείο της πόλης των Ιωαννίνων, το άρπαξε ο γιατρός του γιου του Μουχτάρ, Ιωάννης Κωλέτης και εξαφανίστηκε.
Ο υπουργός Οικονομικών του Κράτους του Αλή, Σταύρος Τσα(π)μαλάμος από το Γραμμένο Ιωαννίνων, άρπαξε μέρος του θησαυροφυλακίου και έφυγε στη Βιέννη. Επίσης, είναι γνωστό, ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του, έστειλε στις αγγλικές Τράπεζες της Ζακύνθου και της Κέρκυρας, μεγάλα χρηματικά ποσά για τους δύο γιούς του Μουχτάρ και Βελή, τα οποία μετά το τέλος του κατασχέθηκαν από τους Άγγλους.
Όταν το κεφάλι του Αλή Πασά, πήγε στην Πύλη, μαζί ήταν και η Βασιλική. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές η Βασιλική ανακρίθηκε και κατήγγειλε τον Χουρτίτ Πασά, ως άρπαγα του θησαυρού του Αλή. Ακολούθησε το φιρμάνι για τη σύλληψη του Χουρσίτ που ήταν στη Λάρισα. Εκείνος όταν το πληροφορήθηκε, ήπιε δηλητήριο βάζοντας τέλος στη ζωή του.
Για τους σημερινούς χρυσοθήρες, επαναλαμβάνει ο κ. Ραπακούσης, είναι πρόκληση οι θρύλοι για τον χαμένο θησαυρό του Αλή και αναφέρει πως πριν περίπου 10 χρόνια ένας ελληνοαυστραλός, αφού πήρε τις απαιτούμενες άδειες, ξεκίνησε κάπου στη Θεσσαλία τις ανασκαφές. Σκάβοντας βρήκε ένα πολύτιμο θησαυρό, που δεν είναι άλλος από νερό.