Η κόλαση της φωτιάς που ξέσπασε είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν 12 νεκροί και 18 αγνοούμενοι επιβάτες (8 Έλληνες, 4 Τούρκοι, 2 Ιταλοί, 2 Σύροι, 1 Γερμανός και 1 Ιρακινός). Στο πλοίο επέβαιναν 499 άτομα, από τα οποία τα 444 ήταν επιβάτες και τα 55 μέλη του πληρώματος. Τελικά, το πλοίο καταστράφηκε παντελώς και τον Ιούλιο του 2019 ρυμουλκήθηκε στην Aliaga της Τουρκίας και διαλύθηκε.
Τις πρωινές ώρες της επόμενης ημέρας (4 τα ξημερώματα), ενώ το πλοίο βρισκόταν 44 ναυτικά μίλια βορειοδυτικά της Κέρκυρας και έπλεε με κατεύθυνση την Αδριατική θάλασσα, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στους χώρους στάθμευσης των οχημάτων. Η φωτιά πολύ γρήγορα έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις και εξαπλώθηκε σε όλους τους χώρους και τα καταστρώματα. Στο πλοίο ξέσπασε πανικός, ενώ ο πλοίαρχος εξέπεμψε «SOS» και ζήτησε άμεση διάσωση των επιβαινόντων.
Παράλληλα, είχε γίνει «ακατάλληλη κατανομή του φορτίου στα καταστρώματα, με αποτέλεσμα ορισμένα φορτηγά ψυγεία στο κατάστρωμα 4 να παραμείνουν καθ’ όλη τη διάρκεια του πλου με αναμμένους τους κινητήρες των αυτοκινήτων προς διατήρηση των μεταφερόμενων προϊόντων (σ.σ. διατήρηση ψύξης), στοιβαγμένα σε αποστάσεις πολύ μικρότερες των 40 εκατοστών με άλλα φορτηγά που μετέφεραν εύφλεκτα υλικά (ελαιόλαδο)».
Σε άλλο σημείο, οι αρεοπαγίτες αναφέρουν ότι οι εκπρόσωποι της ναυλώτριας Ελληνικής εταιρείας «είχαν λάβει γνώση των προβλημάτων που εντοπίστηκαν σχετικά με την αξιοπλοΐα του πλοίου κατόπιν της από 19.12.2014 επιθεώρησής του από κλιμάκιο του Λιμεναρχείου Πάτρας και τα οποία αφορούσαν ιδίως σε ελλείψεις του σχεδίου για την εκκένωση του πλοίου σε περίπτωση κινδύνου, σε ελλείψεις φωτισμού έκτακτης ανάγκης, στον τομέα της πυροπροστασίας, λόγω προβλημάτων στις θύρες αποκλεισμού και στον τομέα των σωστικών μέσων».
– Οι πυροσβεστικές αντλίες δεν είχαν καλή διάταξη,
– Το «σύστημα άντλησης θαλασσινού νερού είχε φράξει συνεπεία επικόλλησης οστρακοειδών»,
– Το σύστημα ανίχνευσης πυρκαγιάς ήταν ακατάλληλο και αναποτελεσματικό,
– Στη λέμβο ανάγκης, στην αριστερή πλευρά του πλοίου, δεν είχε οριστεί πλήρωμα,
– Δεν είχε συγκροτηθεί ομάδα άμεσης επέμβασης,
– Δεν επιμορφώθηκαν οι επιβάτες για τη χρήση σωσιβίων,
– Το πλήρωμα δεν γνώριζε τις αρμοδιότητες που του είχαν ανατεθεί.
– Οι κάμερες παρακολούθησης «δεν ήταν επαρκείς σε αριθμό ούτε εγκατεστημένες σε τρόπο ώστε να επιτρέπουν πλήρη θέαση όλων των σημείων του γκαράζ και τον γρήγορο εντοπισμό τυχόν φωτιάς προς αποτροπή της, όταν τοποθετούνταν στο χώρο ψηλά φορτηγά»,
– Οι οθόνες παρακολούθησης «του κλειστού κυκλώματος ήταν τοποθετημένες στο δωμάτιο χαρτών πίσω από το θάλαμο διακυβέρνησης, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει άμεση και συνεχής οπτική επαφή με τις κάμερες»,
– Η συγκρότηση της πυροσβεστικής ομάδας δεν ήταν συμβατή με τα προβλεπόμενα από το Π.Δ. 435/1991.
Κατόπιν αυτών το Α1 Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, οκτώ χρόνια μετά το τραγικό περιστατικό, απέρριψε την αίτηση των δύο ναυτιλιακών εταιρειών που ζητούσαν να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση με την οποία επιδικάστηκε αποζημίωση στους ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων τα οποία καταστράφηκαν από την πυρκαγιά. Οι ναυτιλιακές εταιρείες υποστήριζαν ότι οι ιδιοκτήτες των φορτηγών ευθύνονται για την καταστροφική φωτιά.