Παρ’ όλα αυτά, τα νούμερα είναι τροχιοδεικτικά για τη σκοτεινή ατραπό όπου φαίνεται να μπαίνει και πάλι η ελληνική κοινωνία που τη δεκαετία της κρίσης 2010-2020 έχασε περίπου το 25% των εισοδημάτων της, ενώ περίπου το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού επιβίωσε σε συνθήκες κινδύνου φτώχειας ή αποκλεισμού με βάση τα επίσημα στοιχεία. «Στο τέλος της δεκαετίας είχε αρχίσει η ανάκαμψη. Σήμερα όμως έχει αρχίσει η αντίστροφη πορεία και οι δείκτες του κινδύνου φτώχειας αυξάνουν», σημειώνουν οι ερευνητές.
Οι ερευνητές για να τεκμηριώσουν ποσοτικά την πορεία της φτώχειας αξιοποίησαν τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ- EUROSTAT, που αναφέρονται στο 2021, και συμπεριέλαβαν πρόσφατα συμπληρωματικά στοιχεία από διάφορες επίσημες πηγές. Οπως τονίζουν οι ερευνητές, «ολόκληρη τη δωδεκαετία που πέρασε η φτώχεια ήταν σταθερό πρόβλημα για μεγάλο μέρος του πληθυσμού και άρχισε να υποχωρεί μόλις τα έτη 2017-2019.
Για το ίδιο το 2020, που είχαμε μεγάλη μείωση εισοδημάτων λόγω της πανδημίας, τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι η σχετική φτώχεια αρχίζει και πάλι να αυξάνεται». Το Δίκτυο υπογραμμίζει ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης η Ελλάδα είναι σταθερά η δεύτερη μετά τη Βουλγαρία χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού όλα τα χρόνια από το 2015 μέχρι και το 2021 (όπως ακριβώς και με την υλική στέρηση).
Οι ερευνητές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και για την παιδική φτώχεια, αφού σχεδόν ένα στα τέσσερα παιδιά ζει σε νοικοκυριό με κίνδυνο φτώχειας και ένα στα τρία σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. «Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η παιδική φτώχεια στην Ελλάδα είναι έντονη, επαναλαμβανόμενη και χειροτερεύει και ότι βρισκόμαστε σε πολύ δυσμενέστερη θέση από τον μέσο όρο στην Ευρώπη, όπου ένα στα πέντε παιδιά ζει στη φτώχεια», υπογραμμίζει το Δίκτυο.
Ο καλπάζων πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση ροκανίζουν περαιτέρω τα ήδη ανεμικά εισοδήματα των νοικοκυριών, ενώ ταυτόχρονα το χάσμα πλούσιων-φτωχών βαθαίνει: στις παραγωγικές ηλικίες κάτω των 65 ετών το πλουσιότερο 20% έχει 6,4 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%. Οπως τονίζουν οι ερευνητές, η Ελλάδα είναι 4η στην ανισότητα για όσες ευρωπαϊκές χώρες έχουμε στοιχεία από το 2010 μέχρι σήμερα, ακολουθώντας τη Βουλγαρία, τη Λετονία και την Ισπανία.
Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην Ε.Ε.-27 (52,4% επί του συνόλου των ανέργων το 2021), ενώ οι νέοι κάτω των 24 ετών έχουν το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης και συμμετοχής στην αγορά εργασίας (13,45% το 2021). Σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ καταγραφής προσλήψεων και απολύσεων του υπουργείου Εργασίας την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου 2022, από το σύνολο των προσλήψεων το 35,36% αφορά μερική απασχόληση και το 7,89% εκ περιτροπής απασχόληση και μόνον το 56,75% πλήρη απασχόληση. «Τα τρέχοντα στοιχεία αποδεικνύουν ότι με αφορμή την πανδημία οδεύουμε στην κυριαρχία της μερικής και γενικότερα των «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης», τονίζει το Δίκτυο.
Υγεία και τροφή δυσπρόσιτες για τους ευάλωτους
Η έρευνα για την Αναφορά για τη Φτώχεια 2022 περιλαμβάνει μια συγκλονιστική καταγραφή για το τι συμβαίνει με τους πλέον ευάλωτους συμπολίτες μας, απευθυνόμενη με ερωτηματολόγιο σε 24 οργανώσεις-φορείς της κοινωνίας των πολιτών που εργάζονται στο πεδίο με πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο (8,4%), μετανάστες, παιδιά, γυναίκες, Ρομά, LGBTQI+, νεολαία, ηλικιωμένους κ.ά.
Οι οργανώσεις απάντησαν σε ερωτήσεις που αφορούσαν διάφορες πτυχές της ζωής των ωφελουμένων τους, με την ενεργειακή φτώχεια και την υγεία να αποτελούν το επίκεντρο της έρευνας για το 2022. Η έρευνα διήρκεσε από τις 7 Ιουνίου έως τις 15 Ιουλίου 2022.
«Είναι προφανές ότι το πιο πιεστικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι ευάλωτοι άνθρωποι που απευθύνθηκαν στις οργανώσεις αυτές είναι η συνεχής επιδείνωση της κατάστασής τους και η ανησυχία για το τι θα φέρει το άμεσο μέλλον εν όψει της αύξησης των τιμών της ενέργειας που αντανακλά τις υψηλές τιμές σε βασικά είδη διατροφής καθώς και το αναπόφευκτο του να πρέπει να ζήσει κανείς χωρίς επαρκή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος», τονίζει το Δίκτυο.
Τα τρία κύρια προβλήματα που αναδεικνύουν οι απαντήσεις των οργανώσεων είναι πως οι ωφελούμενοι/ες αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειάς τους λόγω έλλειψης επαρκών πόρων, δυσκολεύονται να βρουν δουλειά και κατάλληλη στέγαση ή να πληρώσουν το ενοίκιό τους, ενώ η ενεργειακή φτώχεια και η επισιτιστική ανασφάλεια επιδεινώνουν τη διαβίωσή τους.
Ενδεικτικός της επιδείνωσης της φτώχειας που αναμένεται την επόμενη περίοδο είναι ο μικρότερος μέσος όρος ηλικίας των ατόμων που ζήτησαν βοήθεια, ενώ άτομα που είχαν κάνει θετικά βήματα τις προηγούμενες περιόδους πισωγυρίζουν σε κατάσταση φτώχειας. Ετσι, άνθρωποι «που είχαν καταφέρει να ανεξαρτητοποιηθούν και να κατακτήσουν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ποιότητας ζωής, επιστρέφουν στα προηγούμενα στάδια, συσσωρεύοντας χρέη, χάνοντας τη δουλειά τους και γενικά δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της καθημερινότητάς τους».
Το Δίκτυο υπογραμμίζει πως «φέτος βλέπουμε ότι τα συσσωρευμένα χρέη των νοικοκυριών επιδεινώνονται λόγω της αύξησης των τιμών που οδηγούν τους ανθρώπους στον δρόμο», την ώρα που «το Εθνικό Σύστημα Υγείας σκλήρυνε την πρόσβαση για όσους και όσες δεν είναι ασφαλισμένοι, περιορίζοντας τη δυνατότητα χορήγησης συνταγών από ιδιώτες γιατρούς και ορίζοντας ότι αυτό θα γίνεται μόνο μέσω νοσοκομείων».
Ενας στους τέσσερις ωφελούμενους αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει ιδιωτικούς πόρους για να εξυπηρετηθεί σε δομές υγειονομικής περίθαλψης. Οπως τονίζεται στην αναφορά, οι ωφελούμενοι «μειώνουν τις αγορές ακόμα και σε είδη πρώτης ανάγκης, όπως αυγά και γάλα, λόγω του κόστους. Αυξήθηκαν επίσης τα αιτήματα για παραπομπές σε αποθήκες τροφίμων και οργανώσεις που παρέχουν τρόφιμα γιατί έχει πέσει και η αγοραστική δύναμη του ΚΕΑ».
Με δυο λόγια, όπως ανατριχιαστικά αναφέρει το Δίκτυο, «ο γενικός ευάλωτος πληθυσμός φέρεται να πάσχει από κατάθλιψη, αποσύνδεση από την πραγματικότητα, μη αξιοπρεπή διαβίωση, κοινωνικό αποκλεισμό, λιγότερη φροντίδα για τον εαυτό του, παραμέληση της υγείας, ανασφάλεια, άγχος, αλλαγές στις καταναλωτικές του συνήθειες και συνολική μείωση της κατανάλωσης που επεκτείνεται στη λιγότερη χρήση και των ηλεκτρικών συσκευών».
Και η παιδική φτώχεια τραβάει την ανηφόρα
«Με τη φτώχεια να βαθαίνει επιβεβαιωμένα, στατιστικά και πραγματικά, τα νούμερα είναι αποκαλυπτικά. Καταγεγραμμένοι είναι 100.000.000 φτωχοί στην Ευρώπη και 3.000.000 άστεγοι στον δρόμο, η Ελλάδα ακολουθεί με 3.090.000 φτωχούς και με αδιευκρίνιστο αριθμό αστέγων. Παρ’ όλα αυτά οι δεσμεύσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπάρχουν αλλά δεν ακολουθούνται. Δεν λαμβάνουμε υπόψη τον Ευρωπαϊκό Πυλώνα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο οποίος μας δεσμεύει για την πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση, για αξιοπρεπή στέγη και διαβίωση, για ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και για την ισότητα των φύλων. Ομοίως, η Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα για την Ελλειψη Στέγης δεσμεύει όλες τις χώρες για μέτρα υπέρ των αστέγων και για ποιοτική στέγη για όλους τους πολίτες.
Αλλά και οι Ευρωπαϊκές Στρατηγικές για τη μείωση της φτώχειας δεν φαίνεται να εξειδικεύονται σε εθνικό επίπεδο. Αν δεν αλλάξουν οι τρέχουσες κοινωνικές πολιτικές των τελευταίων χρόνων, θα χρειαστούμε πολύ κόπο και διπλάσιο χρόνο για να επανέλθουμε στην έστω και μικρή αποκλιμάκωση της φτώχειας. Οι οιωνοί δεν είναι θετικοί διότι στις συνεχόμενες οικονομικές κρίσεις, στη φτώχεια και στην παιδική φτώχεια προστέθηκαν η ενεργειακή φτώχεια και οι συνέπειές της στον γενικό πληθυσμό και όχι μόνο στις ευάλωτες ομάδες».
Σπύρος Ψύχας,
μέλος του Δ.Σ. του Δικτύου για την Καταπολέμηση της Φτώχειας και υπεύθυνος της Ελληνικής Αναφοράς για τη Φτώχεια 2022
efsyn.gr