More
    ΑρχικήΚαναλάκιΧάρτης Αχερουσίας Φαναρίου - Σωτήριος Ι. Δάκαρης 1958

    Χάρτης Αχερουσίας Φαναρίου – Σωτήριος Ι. Δάκαρης 1958

    Δημοσιεύθηκε:

    Κατὰ Μάϊον τοῦ 1958 περιοδεύοντες ἀνὰ τὴν Θεσπρωἵίαν, ἔχοντες πολύτιμον ὁδηγὸν τὸν ἔκτ. ἐπιμελητὴν Ἀρχαιοτήτων, κ. Σπύρον Μουσελίμην, λογοτέχνην καὶ ἀκούραστον ἐρευνητὴν τῆς θεσπρωτικῆς γῆς, ἐπεχειρήσαμεν μετ᾿ αὐτοῦ τριήμερον δοκιμαστικὴν ἀνασκαφήν, δαπάναις τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Κράτους, ἐπὶ τῆς κορυφῆς βραχώδους κωνικοῦ λόφου τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου (ὕψος 83 μ), παρὰ τὴν συμβολὴν τῶν δύο ποταμῶν τοῦ εὶᾼδου, τοῦ Κωκυτοῦ (Βουβοῦ) εἰς τὸν Ἀχέροντα (Μαῦρον) (παρένθ. πίν. Α καὶ πίν. 84a). Τὴν κορυφὴν τούτου στέφανώνουν τὰ ἐρείπια τῆς ὁμωνύμου Μονῆς τοῦ 18°” αἰῶνος, Μετοχίου τοῦ Σινᾶ, ἱδρυμένης ἐπὶ τῶν τοίχων μεγάλου πολυγωνικοῦ οἰκοδομήματος ἑλληνιστικῶν χρόνων (πίν. 84β).
    Τῆς Μονῆς διατηροῦνται ἐν μέρει ὁ πρόχειρος περίβολος, ἐρειπωμένος πύργος διώροφος παρὰ τὴν ἐξωτερικὴν δυτικὴν πλευρὰν καὶ τὸ μικρὸν καθολικόν (διαστ. 13.30>< 6 μ.), τὸ ὁποτον διατηρεῖ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοιχογραφίας τοῦ 18°” αἰῶνος, δυστυχῶς ἐπικαλυμμένας δί ἀσβεστοχρίσματος 1.
    Ο λόφος οὗτος εἶναι ἡ νοτιωτέρα ἀπόληξις χθαμαλῆς λοφοσειρἇς, ἡ ὁποία ἀποσπᾶται ἀπὸ τῆς πρὸς Βορρᾶν ὀρεινῆς περιοχῆς τῆς Γκρόπας καὶ Λίπας καὶ καταλήγει ἠρέμας παρὰ τὸν Ἀχέροντα ποταμόν, εἰσχωροῦσα βαθέως εἰς τὴν πεδιάδα, ἀπέναντι τοῦ ἀκρωτηρίου τῆς Τσουκνίδας.
    Τὸ νότιον τμῆμα τῆς πεδιάδος ἐκαλύπτετο κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀρχαιότητος ὑπὸ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης, τῆς ὁποίας τὰ πλεονάζοντα ὕδατα τῶν ποταμῶν Ἀχέροντος καὶ Κωκυτοῦ εὕρισκον διέξοδον πρὸς τὴν θάλασσαν, εἰς τὸν κόλπον τῆς Ἀμμουδιᾶς ἢ Σπλάντζας (Spianzza), τοῦ ἀρχαίου Γλυκέος λιμένος2. Ἀλλ᾿ αἶ προσχώσεις τοῦ Ἀχέροντος, διαρρέοντος διὰ μέσου στρωμάτων φλύσχου καὶ ἀσβεστολίθου τῶν ὀρέων τοῦ Σουλίου, μετέβαλον βαθμιαίως τὴν λίμνην εἰς ἀβαθὲς καὶ ἐκτεταμένον ἔλος, ἑστίαν θανατηφόρου ἑλονοσίας, ἐσχάτως κατὰ τὸ πλεῖστον ἀποξηρανθένθ. Τὴν ἀνάμνησιν τοῦ μεταξὺ Μπούντας καὶ Τσουκνίδας ἔλους, τῆς ἄλλοτε λίμνης τοῦ ‘’ᾼδου, διατηρεῖ σήμερον τὸ ἄνομα τῆς περιοχῆς Βάλτος.
    ———————————
    1 Εἰς τοιαύτην περίπου κατάστασιν εὑρίσκετο ἡ Μονὴ καὶ περὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος, SM. HUGHES, Trave1s in Sici1y, Greece and A1bania, 1820. Π, σ. 311 -12.
    2 Σχετικῶς Η. TREIDLER, Epirus im A1tertum, 1917, σ. 112-119. PHILIPPSONKIRSTEN, Die Griech. Landschaften,11. 1, σ. 104-105 ΑΔ 16, 1960, χρονικά, σ. 201 ἕξ.
    3 Τὸ ποσοστὸν τῆς ἐκ τῆς ἑλονοσίας θνησιμότητος τοῦ πληθυσμοῦ ἀνήρχετο προπολεμικῷ εἰς 90%. Σήμερον ἐξέλιπε ριζικῶς ἦ ἑλονοσία.
    108 Πρακτικὰ τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 1958
    Τὸ δυτικὸν ἐλος, ἐκτάσεως 8.000 περίπου στρεμμάτων, ἀποχωρισθὲν εἰς δύο ὑπὸ τοῦ κώνου προσχώσεως τοῦ ποταμοῦ,καλύπτεται ὐπὸ καλαμώνων, ἐντὸς τῶν ὁποίων βόσκουν ἐνίοτε ἀγριόχοιροι καὶ ἄλλα ἄγρια ζῷα.
    Τῆς ἀνατολικῶς τῆς λοφοσειρᾶς πεδιάδος τοῦ Καναλλακίου δεσπόζει μαστοειδὴς λόφος, ὕψους ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης 107.2Ο μ., ἔχων ἐπὶ τῆς κορυφῆς καὶ παρὰ τοὺς πρόποδας ἐκτεταμένα καὶ καλῶς διατηρούμενα πολυγωνικὰ τείχη τοῦ 4ου π. Χ. αἰῶνος, τῆς ἀρχαίας πόλεως Πανδοσίας, ἀποικίας τῶν Ἡλείων, μὲ ρωμαϊκῶν χρόνων προσθήκας καὶ ἐπισκευάς (πίν. 85α)1. Ἐπὶ τῶν ἀρχαίων τούτων ἐρειπίων εἶναι ᾠκοδομημένον τὸ σημερινὸν χωρίον Καστρί, νοτίως τοῦ ὁποίου διέρχεται ὁ Ἀχέρων.
    Ἐπὶ τοῦ βορείου αὐχένος τῆς περιγραφείσης λοφοσειρᾶς εἰς ἀπόστασιν 500 – 600 μέτρων ἀπὸ τοῦ λόφου τῆς Μ. τοῦ Ἅγ. Ἰωάννου, ῦψηλότερος κωνικὸς λόφος (ὕψ. 83.30 μ), ἡ Ξυλόκαστρα ἢ Ξυλόκαστρον, διατηρεῖ ἐρείπια τειχῶν τριῶν ἀρχαίων περιβόλων, ἐκ τῶν ὁποίων ὁ χαμηλότερος δύναται νὰ θεωρηθῇ κυκλώπειος, ἕνεκα τοῦ τρόπου τῆς κατασκευῆς καὶ τῶν ἀρχαιολογικῶν δεδομένων (πίν. 85β).
    Ὅτι ἡ ἀκρόπολις ἄτη εἶναι ἡ ὁμηρικὴ Ἐφύρη, εἰς τὴν ὁποίαν μετέβη ὁ Ὀδυσσεὺς διὰ νὰ προμηθευθῆ δηλητήρια διὰ τὰ βέλη του (Ὀδυσσ. α 259, β 328) καὶ ὅπου ἀπεβιβάσθη ὁ μυθικὸς Νεοπτόλεμος, ἐπανα κάμπτων ἐκ Τροίας (ΠΙΝΔ Νεμ. VII 52), καὶ ὅτι πεδιὰς τοῦ Φαναρίου εἶναι ἡ ἀρχαία Ἐλεάταις2, προκύπτει ἐκ τῆς ἀρχαίας παραδόσεως.
    ———————————
    1 ΔΗΜΟΣΘ. Ὑπὲρ Ἀλοννήσου 32. ‘O N. L. HAMMOND τοποθετεῖ ἐδῶ τὴν Ἐφύραν, τὴν δὲ Πανδοσίαν εἰς τὸ Τρίκαστρον, εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ Σουλίου. ἔνθα ἐρείπια ἀρχαίου τείχους, Ἀφιέρωμα εἰς τὴν Ἤπειρον, 1954, σ. 32 καὶ 33. Εἰς Καστρὶ τοποθετοῦν τὴν Πανδοσίαν ὁ Μ. LEAKE, Trave1s in Northern Greece, 1V.1835.0.55-56. H. TREIDLER, ἔ.ἀ. σ. 117 – 118. PHILIPPSON – KIRSTEN, ἐπὶ. σ,106,πρβλ καὶ σ. 104. J. SCHMIDT, RE XVIII, 1919, στ. 549-550 Πρβλ. καὶ Σ. Ι. ΔΑΚΑΡΗΝ, ΑΔ 1960, Χρονικά. σ. 203 καὶ οἱ Γενεαλογικοὶ Μῦθοι τῶν Μολσσσῶν, 1964, σ. 6 καὶ 10. Περὶ τῆς ἱστορίας καὶ τῶν νομισμάτων τῆς πόλεως, Ρ. FRANKE, Die antiken Miinzen, 1961, 0. 107 – 110.
    2 ‘H γραφὴ Ἐλαίαις προτιμᾶται ὑπὸ τῶν ἐκδοτῶν τοῦ ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ (Ι 46. 4). Ἐλέας λιμὴν ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ ΨΒΥΔΟ-ΣΚΥΛΑΚΟΣ, 30 (ΕΛΞΔ), ἔνθα ἐκβάλλει ὁ Ἀχέρων,ῦπὸ δὲ τοῦ HTOAEMAIOY, ΙΕΙ 14 5. Ἐλαίας λιμήν. Τὴν σχέσιν τοῦ ὀνόματος πρὸς τὸ δένδρον ἐλαία ὑποστηρίζει ὁ Η. TREIDLER, ἔ. ἀ. _0. 118- 119. ἀλλ᾿ ἀποκρούει βασίμως ὁ Ρ. FRANKE (ἔ. ἀ. σ. 4O καὶ ἰδίᾳ 300-307), ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐπιγραφῶν ἐπὶ νομισμάτων τῆς θεσπρωτικῆς πόλεως Ἐλέας, ΕΑΣΑΙ (ΩΝ), ΕΛΕΑἹἌΝ, ΕΛΕ (ΑΤΑΝ). τῶν μέσων περίπου τοῦ 4ου π. Χ. αἰῶνος, καὶ ἐπιγραφῶν ἐκ Δωδώνης (SGDI 1351. ΠΑΕ 1955, σ. 171. 13 καὶ FRANKE, ἔ. ἀ. σ. 305 καὶ ῦποσ. 28). Η πόλις πρέπει νὰ ταυτισθῇ ἀσφαλῶς μὲ τὰ ἄγνωστα μέχρι σήμερον ἐκτεταμένα ἐρείπια πολυγωνικοῦ τείχους τοῦ 4ου π.Χ. αἰῶνος εἰς θέσιν «Στίγκια» ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου τῆς Γλώσσης (ἄκρα χειμέριον), (Σ. Ι. ΔΑΚΑΡΗΣ, ΑΔ ἔ,ἀ. σ. 205). Ἐπὶ τοῦ νοτίου βραχίονος τῆς Ἀγίας Ἑλένης διατηροῦνται ἐπίσης λείψανα ἀρχαίου πολυγωνικοῦ οἰκοδομήματος, φρουριακοῦ χαρακτῆρος, διαστάσεων 15οχ40 μέτρων, ἐλέγχοντος τὴν θαλασσίαν ὁδὸν καὶ τὸν εἴσπλουν τοῦ κόλπου, Ν. L. HAMMOND, JHS 46. 1947. σ. 27. καὶ Ἀφιέρωμα, σ. 29, ὕποσ. 1. πρβλ. καὶ PHILIPPSON – KIRSTEN, ἔ. ἀ. σ. 105, ὑποσ. 3.Ἐξ ἄλλου εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Κερέντζας οὐδὲν ἀρχαῖον λείψανον ὑπάρχει (οθτως SALVATOR, Parga. 1907, σ. 115. Η. TREIDLER, ἔ ὰ. σ. 118-119), ἄλλ᾿ ἔτι νοτιώτερον ἐπὶ μικρᾶς βραχώδους νησῖδος. συνδεομένης μὲ τὴν ξηρὰν διὰ λωρίδος γῆς. εἰς τὸν μεταξὺ τῆς Κερέντζας καὶ Ρινιάσας ὁρμίσκον τῆς Ἐλιᾶς. Αὐτόθι παρετήρησεν ὁ Σπ. Μουσελίμης ἐρείπια μικροῦ πολυγωνικοῦ οἰκοδομήματος, ἰδὲ καὶ PHILIPPSON-KIRSTEN, ἔ. ὰ. σ. 105.
    Σ. Ἰ. Δάκαρη: Ἀνασκαφαὶ Ἐφύρας καὶ Νεκυομαντείου Θεσπρωτίας 109
    Ο ΘOYΚΥΔΙΔΗΣ ἀναφερόμενος εἰς τὰς κινήσεις τοῦ στόλου τῆς Κορίνθου καὶ τῶν κορινθιακῶν ἀποικιῶν ὀλίγον πρὸ τῆς ναυμαχίας παρὰ τὰ Σύβοτα (θέρος τοῦ 433 π.Χ.), περιγράφει διὰ τῶν ἑξῆς τὴν περὶ τὸν λιμένα Γλυκὺν περιοχήν (Ι 46. 4): ἐξορμίζονται ἐς Χειμέριον τῆς Θεσπρωτίδος γῆς. ἔστι δὲ λιμήν, καὶ πόλις ὑπὲρ αὐτοῦ κεῖται ἀπὸ θαλάσσης ἐν τῇ Ἐλαιάτιδι τῆς Θεσπρωτίδος Ἐφύρη. ἐξίησι δὲ παρ᾿ αὐτὴν Ἀχερουσία λίμνη ἐς θάλασσαν᾿ διὰ δὲ τῆς Θεσπρωτίδος Ἀχέρων ποταμὸς ρέων ἐσβάλλει ἐς αὐτήν, ἀφ᾿ οὗ καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει. ρεῖ δὲ καὶ Θύαμις ποταμός, ὁρίζων τὴν Θεσπρωτίδα καὶ Κεστρίνην, ὧν ἐντὸς ἡ ἄκρα ἀνέχει τὸ Χειμέριον. Τὴν αὐτὴν περίπου περιγραφὴν παραδίδει καὶ ὁ ΣΤΡΑΒΩΝ (VII 7. 5). λαμβάνων πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς πηγῆς μὲ τὸν ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΝ1 ἔπειτα ἄκρα Χειμέριον καὶ
    Γλυκὺς Λιμήν, εἰς δν ἐμβάλλει ὅ Ἀχέρων ποταμός, ρέων ἐκ τῆς Ἀχερουσίας λίμνης καὶ δεχόμενος πλείους ποταμούς, ὥστε καὶ γλυκαίνειν τὸν κόλπον …… ὑπέρκειται δὲ τούτου μὲν τοῦ κόλπου Κίχυρος, ἢ πρότερον Ἔφυρα, πόλις Θεσπρωτῶν.
    Η τοπογραφία ἄτη ἀνταποκρίνεται ἀναμφισβητήτως πρὸς τὴν πεδιάδα τοῦ φαναρίου, ἐὰν μάλιστα λάβωμεν ῦπ᾿ ὄψιν ὅτι κατὰ τὸν 5°v π.Χ. αἰῶνα ὁ Γλυκὸς λιμὴν εἰσεχώρει βαθύτερον, πρὸς τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ ἔλους, ἡ δὲ πρὸς Βορρᾶν τούτου Γλῶσσα, ἡ ἄκρα Χειμεριον, ἐλευθέρα ἐκ τῶν προσχώσεων τοῦ σημερινοῦ ἔλους, ἀπετέλει τὸ χαρακτηριστικώτερον μεταξὺ Θυάμιδος καὶ Ἀχέροντος ἀκρωτήριον2.
    Αἵ συνεχεῖς δμὼς προσχώσεις τοῦ Ἀχέροντος δὲν ἐξηφάνισαν μόνον τὴν λίμνην τοῦ εᾉδου, ἀλλὰ καὶ μετέβαλον τὴν μορφὴν τοῦ ἀρχαίου λιμένος, σήμερον καταλλήλου διὰ μικρὰ μόνον βενζινόπλοια.
    ———————————
    1 Πιθανῶς ὑπόκειται ἢ Περιήγησις τοῦ Ἐκαταίου. Σχετικῶς ἰδὲ Ν. L. ΠΑΜ MOND, jHS ἔ.ἄ. σ. 29. Ἀφιέρωμα, σ. 27 -28 καὶ ὑποσ. 2. Κατὰ τὸν ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΝ ὁ λιμὴν εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἐλεοῖτο τῆς Θεσπρωτίας. παρὰ τὴν ἄκραν Χειμέριον, πλησίον τῆς Ἔφύρας, παρὰ τὴν ὁποίαν ἐκβάλλει εἰς τὸν λιμένα ἦ Ἀχερουσία λίμνη, δεχομένη τὰ ὕδατα τοῦ Ἀχέροντος, κατὰ δὲ τὸν ΣΤΡΑΒΩΝΑ ὁ λιμήν, Γλυκὸς ὀνομαζόμενος, καθορίζεται παρὰ τὸ Χειμέριον, πλησίον τῆς Κιχύρου, τῆς πρῴην Ἐφὐρας, εἰς τὸν ὁποτον ἐκβάλλει ὁ Ἀχέρων ρέων ἐκ τῆς Ἀχερουσίας.
    2 H τοποθέτησις ὑπὸ τοῦ Ν. L. HAMMOND, JHS ἔ. ἆ. σ. 28-30 καὶ πίν. 1, τῆς ἄκρας Χειμερίου βορειότερον τῆς Πάργας, εἰς τὸ ἀκρωτήριον τοῦ Βαρλαάμ. τοῦ δὲ κόλπου εἰς τὸν μικρὸν ὅρμον τοῦ Δυμοκάστρου (Διδυμοκάστρου), δὲν φαίνεται ὀρθή, δεδομένου ὅτι ἡ ταύτισις τοῦ Χειμερίου πρὸς τὸν βόρειον βραχίονα, τὸν χωρίζοντα τὸν ὅρμον τῆς Ἀμμουδιᾶς (Σπλᾴντζας) ἀπὸ τὸν Ἀϊ-Γιαννάκη, ἔνθα θαλασσία πηγὴ γλυκέος ὕδατος, ἐπιβεβαιοῦται ἀναμφισβητήτως καὶ ὑπὸ τοῦ ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ (VIII 7. 2): γλυκὺ δὲ ὕδωρ ἔν θαλάσσῃ᾿δῆλόν ἔστιν ἐνταῦθα ἀνιὸν ἐν τῇ Ἀργολίδι καὶ ἐν τῇ Θεσπρωτίδι κατὰ τὸ Χειμέριον καλούμενον. Πρβλ. καὶ ΑΔ ἔ.ἀ. σ. 205, Ant. Kunst 1964 (1“ Beiheft), σ. 54, σημ. 35.
    110 Πρακτικὰ τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 1958
    Πρὸ ἔτους γενομένη γεώτρησις τοῦ ἐδάφους ὐπὸ τῆς Τεχνικῆς Ὑπηρεσίας τοῦ Νομοῦ Πρεβέζης, 150 μ. περίπου ἀνατολικῶς τῆς συμβολῆς τῶν δύο ποταμῶν, πρὸς θεμελίωσιν ἀκροβάθρου γεφύρας τοῦ Ἀχέροντος, ἔδωσε τὴν ἑξῆς στρωματογραφικὴν εἰκόνα1. Ἀπὸ τῆς σημερινῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους μέχρι βάθους 8 – 9 μ., ἔνθα ἡ στάθμη τῶν ῦδάτων, στρῶμα ἀργιλλώδους συστάσεως, ἐξικνούμενον χαμηλότερον μέχρι βάθους 8 μ. (συνολικῶς 16 – 17 μ., ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ἐδάφους). Ὑπ᾿ αὐτὸ στρῶμα πάχους 1.50 μ. ἐξ ἀργίλλου, ἄμμου καὶ ὀστρέων θαλάσσης, I‘m” αὖτό, ἤτοι εἰς βάθος 17.5Ο – 18.5Ο μ., ἀμιγές στρῶμα λεπτοκόκκου ἄμμου.
    Κατὰ τοὺς ἀπωτάτους ἑπομένως χρόνους τῆς προϊστορίας ἡ θάλασσα ἐξετείνετο μέχρι τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς πεδιάδος, βαθμιαίως ἀποσυρθεἴσα ἕνεκα τῶν προσχώσεων τοῦ Ἀχέροντος. Κατὰ τοὺς ἰστορικοὺς χρόνους ὅ Γλυκὸς λιμὴν ἀφίστατο ἀρκετὰ ἀπὸ τῆς Ἐφύρας (καὶ πόλις ὗπὲρ αὐτοῦ κεῖται ἀπὸ θαλάσσης), ἦτο δμὼς ἱκανῶς εὖρύχωρος, ὥστε νὰ δύναται νὰ περιλάβῃ τὸν στόλον τῶν Κορινθίων καὶ τῶν ἀποικιῶν της ἤ, τέσσαρας αἰῶνας βραδύτερον, τὸν στόλον τοῦ Ὀκταβίου ὀλίγον πρὸ τῆς ναυμαχίας τοῦ Ἀκτίου (31 π. Χ.) 2.
    Ἐκ τῶν δοκιμαστικῶν ἀνασκαφῶν τοῦ μηνὸς Μαΐου κατεφάνη ἡ σπουδαιότης τοῦ ὑπὸ τὴν Μονὴν πολυγωνικοῦ οἰκοδομήματος, διότι τὸ μέγεθος καὶ ἡ ὑπόγειος κρύπτη, ἡ ὁποία κατὰ τὴν ἔρευναν ἐκείνην εἶχεν ἀποκαλιιφθῆ, ἐμαρτύρουν περὶ σημαντικοῦ Οἰκοδομήματος λατρείας χθονίας θεότητος ἢ ἥρωος.
    Η ῦπόθεσις, ὅτι ἐνταῦθα εὑρίσκετο τὸ περίφημον θεσπρωτικὸν νεκυομαντετον, ἄποψις ἐκφρασθεῖσα ἤδη κατὰ τὸν 19°v αἰῶνα3, καὶ πιστεύ-
    —————————
    ‘ Ἐκ τῆς ἐκθέσεως ἐλέγχου ὑλικῶν ὁδοποήας τῆς IV Περιφερειακῆς Δ/νσεως Τεχνικῶν Ὑπηρεσιῶν Ἠπείρου. Ἀτυχῶς τὸ ὑλικὸν τοῦτο μετὰ τὴν ἐδαφολογικὴν ἐξέτασίν του δὲν διεφυλάχθη.
    ᾿ Θογκ. Ι 46. 4. Κατὰ ΔΙΩΝΑ ΚΑΣΣΙΟΝ, L 12. 2. ὁ Ὀκτάβιος ἐγκατέστησεν εἰς τὸν λιμένα ναύσταθμον. Αὐτοῦ ἐπίσης διεχείμασεν ὁ στόλος τῶν Νορμανδῶν μὲ τὸν Δοῦκα τῆς Ἀπουλίας. Ροβέρτου Γυϊσκάρδον, ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ Ἀλεξ. IV 3. Πρβλ. καὶ Η. TREIDLER, ἔ ἀ. σ. 116-117, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φθαρῆ πολὺς στρατὸς ἐξ αἰτίας τῶν ἑλωδῶν πυρετῶν. ‘ SM. HUGHES, ἔ. ἄ. σ. 312-313, ὁ ὁποτος εἰς τὸ Ξυλόκαστρον τοποθετεῖ τὴν
    Σ. Ἰ. Δάκαρη= Ἀνασκαφαὶ Ἐφύρας καὶ Νεκυομαντείου Θεσπρωτίας 111
    μένη ὑπὸ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἐφάνη λίαν πιθανή, διότι τοῦτο συνδέεται στενῶς ὑπὸ τῆς ἀρχαίας παραδόσεως μὲ τὴν Ἔφυραν.
    Κατὰ τὸν ΗΡΟΔΟΤΟΝ (V 92) 6 Περίανδρος, τύραννος τῆς Κορίνθου, ἀπέστειλεν εἰς τὸ νεκυομαντεῖον τῆς Θεσπρωτίας παρὰ τὸν Ἀχέροντα ἀπεσταλμένους διὰ νὰ πληροφορηθοῦν παρὰ τῆς Μελίσσης, συζύγου τοῦ τυράννου, περὶ κεκρυμμένον θησαυροῦ. Τὸ ἐπιφανὲν εἴδωλον τῆς Μελίσσης ἠρνήθη νὰ ὕποδείξῃ τὴν θέσιν, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ταφήν της 6 Περίανδρος δὲν συγκατέθαψε καὶ τὸν ἱματισμόν της. Τότε 6 Περίανδος, σκηνοθετήσας ἐκτὸς τῆς Κορίνθου ἑορτὴν τῆς Ἤρας καὶ προσκαλέσας τὰς Κορινθίας γυναῖκας, διέταξε νὰ τὰς ἀπογυμνώσουν ἐκ τῶν ἐνδυμάτων καὶ ἔκαυσε ταῦτα εἰς δρυγμα ὗπὲρ τῆς ψυχῆς τῆς γυναικός του 1.
    Δίὰ τὸν λόγον τοῦτον ἐζητήσαμεν παρὰ τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας τὴν ἀνάληψιν τῆς ἀνασκαφῆς ταύτης, ἡ ὁποία προθύμως παρέσχε τὴν πρὸς ἀνασκαφὴν αἰτηθεῖσαν δαπάνην θ.
    Ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως τοῦ Ξυλοκάστρου συνέλεξα πολλὰ προϊστορικὰ ὄστρακα ἐγχωρίου τεχνικῆς, ὅμοια πρὸς τὰ ἀγγεῖα κατηγορίας II καὶ ΠΙ τῆς Δωδώνης καὶ τῆς Καστρίτσης 3, προσέτι δὲ ὀλίγα ὄστρακα μυκηναϊκὰ τῆς ΥΕ ΙΕΙ περιόδου.
    Δοκιμαστικαὶ ἔρευναι ἐντὸς τοῦ μεσαίου περιβόλου καὶ ἐσωτερικῶς τῆς νοτίας πύλης τοῦ κάτω περιβόλου, ἀποτελουμένης ἐκ στενῆς εἰσόδου καὶ δύο ὀρθογωνίων πύργων ἑκατέρωθεν, οὐδὲν ἀπέδωσαν, ἐλλείψει ἐπιχώσεων.
    Ο περίβολος οὗτος ἔχει κατασκευασθῆ μὲ ἀργοὺς ὅγκολίθους, ἐνίοτε πολὺ μεγάλους, οἱ ὁποτοι μεταξύ των ἀφήνουν μεγάλα κενά, ἐμφανίζει δὲ ἐντελῶς νέαν μορφὴν συγκρινόμενος μὲ τὰ Ἠπειρωτικὰ τείχη τῶν ῦστεροκλασσικῶν καὶ τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων.Η παρὰ τὴν δυτικὴν πλευρὰν τοῦ τείχους τούτου καὶ ἐπὶ τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνασκαφὴ ὑπῆρξεν ἀποδοτικωτέρα. Ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ταύτης καὶ ἐντὸς στρώματος γῆς, συγκρατουμένης ὐπὸ τοῦ τείχους, εὗρέθησαν δύο ταφαὶ βρεφῶν ἐντὸς μεγάλων χειροποιήτων ἀγγείων (πίν. 86 αβ).
    Τὸ ἀγγεῖον (πίν. 86β) εἶχε τοποθετηθῆ ἀνακεκλιμένον, τὸ δὲ στόμιον ἀπέφρασσεν ἀσβεστολιθικὴ πλὰξ κανονικοῦ σχήματος, διαστάσεων 0.43 x 0.40 μ., καθέτως τοποθετημένη. Πέριξ τούτου εἶχον ἐσφηνώθη ἀργοὶ λίθοι πρὸς
    ———————–
    Ἑφύραν. Ἄλλοι πάλιν ταυτίζουν τὰ ἐρείπια τοῦ νεκυομαντείου μὲ τὴν ὁμηρικὴν πόλιν, LEAKE. σ. 53. SALVATOR, ἔ.ᾶ. σ. 116. PHILIPPSON-KIRSTEN, ἔ.άι. σ. 106. πρβλ. καὶ σ. 104, ῦποσ. 6. ΡΗιιΙΡΡΞοΝ, RE VI, στ. 20. ‘O ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ (Χρονογρ.Ηπείρου Β. α. 27) τοποθετεῖ τὸ ἱερὸν τοῦ ᾿ᾼδου παρὰ τοὺς πόδας τοῦ λόφου. ‘ Ἰδὲ προσέτι ΠΑΥΣ. Ι 17. 4 – 5 (σχετικῶς καὶ ΠΛΟΥΤ. Θησεὺς 35).
    ΠΑΥΣ. ΙΧ 30 HYGINUS Fab. 88. ΗΣΥΧ. ἐν λ. θεοὶ Μολοττικοί, Ψυχοπομπεἴν. ᾿ Σχετικῶς τὸ Ἔργον 1958, σ. 95 ἐξ. BCH 83, 1959. σ. 665-669. JHS (Archaeo1ogy) 1959. o. 11 – 12. AJA 63, 1959, σ. 282. , ΠΑΕ 1951, σ. 178- 180. 1952. σ. 368-373, ΑΕ 1956, σ. 130- 131.
    112 πρακτικὰ τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας 1958
    στερέωσίν του. Ἐντὸς τοῦ ἀγγείου οὐδὲν κτέρισμα εῦρέθη, ἐκτὸς πηλίνης «κουβαρίστρας» παρὰ τὸν πυθμένα τούτου.
    Τὸ ἀγγεῖον χειροποίητον, ὕψους Ο.44 μ., διαμέτρου κοιλίας 0.43-0.44 μ., μὲ πηλὸν μελανότεφρον, ἀποκλίνοντα πρὸς τὸ ρόδινον, ἐλαφρῶς ἐστιλβωμένον, εὐρὺ στόμιον (0.365 μ) καὶ τέσσαρας ἡμικυκλικὰς λαβὰς λοξῶς τοποθετημένας, εἶναι δυνατὸν νὰ χρονολογηθῇ ἀπὸ τῶν θστεροελλαδικῶν ἢ τῶν πρωίμων χρόνων τοῦ σιδήρουὶ. Ἐπειδή, ὡς εἶπον, τὰς ἐπιχώσεις τῶν δύο ταφῶν, συνεκράτει τὸ τεῖχος, καθίσταται πρόδηλον, ὅτι ἀμφότεραι αἱ ταφαὶ εἷναι μεταγενέστεραι ἐκείνου καὶ ἐπομένως ὁ κάτω περίβολος τῆς ὁμηρικῆς Ἐφόρας πρέπει νὰ ἀναχθῇ ἕνεκα ἀρχαιολογικῶν καὶ μορφολογικῶν λόγων εἰς τοὺς τελευταίους προϊστορικοὺς χρόνους.
    Νοτίως τῶν τάφων ἐντὸς λεπτῆς ἐπιχώσεως διεπιστώθη ὕπαρξις μικροῦ κτίσματος ὀρθογωνίου, ἐκ μικρῶν ἀργῶν λίθων διαστάσεων 3.5Ο x βμ. καὶ πλέον, τεθειμένων εἰς διπλῆν σειράν. Τὰ ἐντὸς αὐτοῦ καὶ ὗπ᾿ αὐτὸ ὄστρακα, προϊστορικὰ καὶ κλασσικά, οὐδεμίαν ἀσφαλῆ χρονολογικὴν ἔνδειξιν δύνανται νὰ παράσχουν.
    Μερικὰ τῶν προϊστορικῶν ὀστράκων ἀνήκουν εἰς τὴν μελανότεφρον «προϊστορικὴν» κεραμεικὴν τῆς Δωδώνης καὶ τῆς Καστρίτσης,ἦ ὁποία τυπολογικῷ ἀνάγεται μὲν εἰς τὴν μέσην ἐποχὴν τοῦ χαλκοῦ, ἀλλὰ διετηρήθη ἐπὶ μακρὸν μέχρι τῶν κλασσικῶν χρόνων.Ανήκουν εἰς κύπελλα μὲ καθέτους ταινιοσχήμους λαβάς. Ο πηλὸς εἶναι μελανότεφρος, καθαρὸς καὶ καλῶς ἐψημένος, ἡ ἐπιφάνεια ἐστιλβωμένη, ἡ κατατομὴ τῆς κοιλίας γωνιώδης (πίν. 86γ).
    Μικρὰ δοκιμαστικὴ ἀνασκαφὴ ἐγένετο καὶ εἰς τοὺς ἀνατολικοὺς πρόποδας τοῦ λόφου τῆς Ἐφύρας, παρὰ τὴν δυτικὴν ὄχθην τοῦ Κωκυτοῦ (Βουβοῦ), ἡ ὁποία ἀπέδωσεν ἐπίσης τὴν γνωστὴν προϊστορικὴν κεραμεικὴν τῆς ἀκροπόλεως, ἤτοι ὄστρακα ἀγγείων μὲ τὴν ἀνάγλυφον διακόσμησιν καὶ τῆς μελανοτέρου κεραμεικῆς (κατηγορία II καὶ ΠΙ).
    Τετάρτη τέλος δοκιμαστικὴ ἔρευνα ἐγένετο εἰς τὴν θέσιν «Ντερέσκο», ἐπὶ τοῦ νοτιωτέρου σημείου τοῦ λόφου τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου, ὕπερθεν τοῦ ἀμαξιτοῦ δρόμου, ὁ ὁποτος χωρίζει τὸν Ἀχέροντα ἀπὸ τὰς νοτίας κλιτῦς τοῦ λόφου. Ἐκ τῆς ἀνασκαφῆς ἀπεκαλύφθη τάφος κιβωτιόσχημος τοῦ 2°” μ. Χ. αἰῶνος, περιέχων ταφὴν ὡρίμου ἀνδρός. Παρὰ τοὺς πόδας ὑπῆρχον πήλινος λύχνος καὶ λοπὰς ἀρρετινή. Κατὰ τὰς διηγήσεις τῶν ἐντοπίων εἰς τὴν θέσιν αὐτὴν εἶχον εὑρεθῆ παλαιότερον καὶ ἄλλοι τάφοι.
    ————————-
    ! παραπλήσιον σχῆμα ἀγγείου ἐκ Δ. Μακεδονίας τῆς ἐποχῆς τοῦ σιδήρου, W. HEURTLEY, Preh. Mac.,234 (472). καὶ πίν. 22, ἕτερον ἐκ Βεργίνας, BCH 78. 1954. σ. 139,εἱκ 37. Τοῦ ἀγγείου πίν.86α. ὕψους 041 μ., διαμ. κοιλίας 0.34 μ , στομίου ἄνευ χειλέων 0’21 μ.. ὁ πηλὸς εἶναι ἐρυθρωπὸς μὲ μελανὰς κηλιδώσεις, ὀλιγώτερον καθαρός. ἦ ἐπιφάνεια τραχεῖα καὶ ἀνώμαλος. τὸ δὲ σχῆμα οὐχὶ κανονικόν. Δύο τοξωτὰ ὠτία ἐπικολλημέία κάτωθι τοῦ στομίου (τὸ ἕτερον ἐλλείπει).

    Τελευταία νέα

    Πάσχα με μειωμένες δαπάνες – Αλλάζουν συνήθειες οι Έλληνες εξαιτίας της ακρίβειας

    Η συνεχιζόμενη ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά φέρνει διαφορές στις πασχαλινές καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων. Στην έρευνα του Ινστιτούτου...

    Ιωάννινα: Συνελήφθησαν 3 άτομα για εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών

    Συνελήφθησαν στα Ιωάννινα από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ιωαννίνων τρεις...

    Κατά 1,5 χρόνο θα αυξηθούν μετά το 2027 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης! – Μεγαλύτερη η αύξηση στις γυναίκες λόγω μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής

    Σοκ προκαλούν οι προβλέψεις σύμφωνα με τις οποίες κατά 1,5 έτος αναμένεται να αυξηθούν...

    Περισσότερα

    Πάσχα με μειωμένες δαπάνες – Αλλάζουν συνήθειες οι Έλληνες εξαιτίας της ακρίβειας

    Η συνεχιζόμενη ακρίβεια που πλήττει τα νοικοκυριά φέρνει διαφορές στις πασχαλινές καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων. Στην έρευνα του Ινστιτούτου...

    Ιωάννινα: Συνελήφθησαν 3 άτομα για εμπόριο και διακίνηση ναρκωτικών

    Συνελήφθησαν στα Ιωάννινα από αστυνομικούς του Τμήματος Δίωξης Ναρκωτικών της Υποδιεύθυνσης Ασφάλειας Ιωαννίνων τρεις...
    Μετάβαση στο περιεχόμενο