Στο στόχαστρο οι «υπερτυχεροί» του ΟΠΕΚΕΠΕ – Έρευνα για τα κέρδη από τυχερά παιχνίδια
Η υπόθεση των «υπερτυχερών» του ΟΠΕΚΕΠΕ εισέρχεται σε νέα φάση, καθώς η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες αναμένεται να εξετάσει τις καταθέσεις τριών προσώπων που έχουν προκαλέσει έντονο δημόσιο ενδιαφέρον: του Ανδρέα Στρατάκη, γνωστού ως «Χασάπη», της Πόπης Σεμερτζίδου, που έχει αποκτήσει το προσωνύμιο «αγρότισσα με τη Φεράρι», και του συντρόφου της Χρήστου Μαγειρία. Οι καταθέσεις τους αφορούν κέρδη από τυχερά παιχνίδια, τα οποία έχουν εγείρει ερωτήματα για τη νομιμότητα και τη διαφάνεια των διαδικασιών.
Η Νέα Δημοκρατία ζήτησε επισήμως οι καταθέσεις να διαβιβαστούν στη Δικαιοσύνη και στον επικεφαλής της Αρχής, Χαράλαμπο Βουρλιώτη, ώστε να διερευνηθεί αν υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν περαιτέρω έλεγχο. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας, Μακάριος Λαζαρίδης, υπογράμμισε ότι στόχος είναι να σταματήσει η αντιπολίτευση να χρησιμοποιεί το ζήτημα για μικροκομματικές σκοπιμότητες. Παράλληλα, έγινε δεκτό το αίτημα του εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλη Κόκκαλη, να δοθούν τα στοιχεία και στον ΣΔΟΕ.
Από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ, η εισηγήτρια Μιλένα Αποστολάκη δήλωσε ότι το κόμμα απέχει από τη διαδικασία, καθώς θεωρεί ότι ο κατάλογος των καταθέσεων που διαβιβάζονται δεν είναι πλήρης. Ζήτησε να σταλούν στη Δικαιοσύνη και οι καταθέσεις του Μάκη Βορίδη και του Φάνη Παππά, με αίτημα διερεύνησης για ψευδορκία, καταγγέλλοντας ότι η διαδικασία ευτελίζει τις εργασίες της επιτροπής.
Στο μεταξύ, οι ορκωτοί λογιστές της ΣΟΛ ΑΕ, Δέσποινα Μαρκοπούλου και Γιάννης Καραποστολάκης, κατέθεσαν ότι δεν διαπίστωσαν πολιτικές παρεμβάσεις για παράνομες πληρωμές, αν και σημείωσαν καθυστερήσεις από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην παροχή στοιχείων προς έλεγχο. Η Μαρκοπούλου ανέφερε ότι δεν είχε αντιληφθεί πιθανή σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ τεχνικού συμβούλου και συντονιστή των ΚΥΔ, ενώ ο Καραποστολάκης τόνισε πως δεν θα παρέμεναν σε ένα έργο αν θεωρούσαν ότι υπήρχε κίνδυνος από οργανωμένη εγκληματική οργάνωση.
Η έρευνα συνεχίζεται με αυξημένο ενδιαφέρον, καθώς η υπόθεση συνδέεται με ζητήματα διαφάνειας, δημόσιας λογοδοσίας και πιθανής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.