ΗΠΑ εναντίον Κίνας: Έγκριση πώλησης όπλων 11 δισ. δολαρίων στην Ταϊβάν – Η Κίνα απειλεί με «σκληρά αντίμετρα
Σε μια κίνηση που δυναμιτίζει το ήδη εύφλεκτο γεωπολιτικό σκηνικό στην Ανατολική Ασία, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ άναψε το πράσινο φως για μια κολοσσιαία πώληση στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ταϊβάν, συνολικού ύψους 11,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία-μαμούθ, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη του είδους της από τις αρχές του αιώνα, περιλαμβάνει οπλικά συστήματα αιχμής που στοχεύουν στην ενίσχυση της ασύμμετρης άμυνας του νησιού, όπως οι εκτοξευτές HIMARS, αυτοκινούμενα οβιδοβόλα M109A7 Paladin, εκατοντάδες πυραύλους ATACMS και εξελιγμένα drones αυτοκτονίας. Η Ταϊπέι υποδέχθηκε την είδηση ως μια έμπρακτη επιβεβαίωση της αμερικανικής δέσμευσης για την ασφάλειά της, την ώρα που ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε προωθεί ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αύξησης των αμυντικών δαπανών που θα αγγίξει το 5% του ΑΕΠ έως το 2030. Η κίνηση αυτή της Ουάσινγκτον ερμηνεύεται ως σαφές μήνυμα αποτροπής προς το Πεκίνο, το οποίο παρακολουθεί με έκδηλο εκνευρισμό την εξοπλιστική αναβάθμιση της Ταϊβάν.
Η αντίδραση της Κίνας υπήρξε ακαριαία και σε υψηλούς τόνους, με το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών να κάνει λόγο για «επικίνδυνες ενέργειες» που παραβιάζουν την κυριαρχία της χώρας και απειλούν την ειρήνη στα Στενά της Ταϊβάν. Το Πεκίνο κάλεσε τις ΗΠΑ να σταματήσουν αμέσως τον εξοπλισμό του νησιού, προειδοποιώντας με αποφασιστικά αντίμετρα για την προάσπιση της εδαφικής του ακεραιότητας. Παρά την πρόσφατη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, η νέα αυτή αμυντική συμφωνία επαναφέρει στο προσκήνιο το φάντασμα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Με το Κογκρέσο να αναμένεται να επικυρώσει τη συμφωνία εντός του επόμενου μήνα, η περιοχή εισέρχεται σε μια φάση ακραίας αβεβαιότητας, καθώς η Ταϊβάν θωρακίζεται απέναντι στην κινεζική υπεροπλία, μετατρέποντας το νησί σε ένα αστακό στην καρδιά του Ειρηνικού.