Δίστρατο Κόνιτσας: Η παραδοσιακή παραγωγή κατραμιού αναγνωρίζεται ως πολιτιστική κληρονομιά
Τέσσερα νέα στοιχεία στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας ανακοίνωσε το Υπουργείο Πολιτισμού.
Πρόκειται για το Παναΰρι του Άι Σουλά (Ρόδος), η Μπιμπίλα, δαντέλα με τη βελόνα στη Νέα Μάκρη Αττικής, η τέχνη της παραδοσιακής ιστιοπλοΐας με λατίνι, ένα τριγωνικό πανί (ιστίο), που σήμερα χρησιμοποιείται για αναψυχή σε βάρκες και καΐκια, όπως επίσης και στο ναυτοπροσκοπισμό σε όλο το Αιγαίο και το Ιόνιο και η Παραδοσιακή τεχνολογία παραγωγής κατραμιού στο Δίστρατο Κόνιτσας.
Η Παραδοσιακή τεχνολογία παραγωγής κατραμιού, αποτελεί σημαντική έκφανση των πρακτικών που συνδέονται με τη χρηστή διαχείριση του δάσους και συγκεκριμένα των μη ξυλωδών προϊόντων του, αλλά και πηγή έμπνευσης για τη δημιουργία προϊόντων που μπορούν να αξιοποιηθούν για την εξυπηρέτηση σύγχρονων αναγκών (φαρμακευτικά προϊόντα, κοσμητικά σκευάσματα κ.ά.).
Το κατράμι είναι το υγρό απόσταγμα που παράγεται από την καύση υπό συνθήκες έλλειψης οξυγόνου γηραιών ρητινούχων δέντρων, συνήθως πεύκων, τεμάχια των οποίων χτίζονται σε κατάλληλη διάταξη (κατραμοκάμινο).
Είναι γνωστό από την αρχαιότητα σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, με εφαρμογές στην κτηνοτροφία, τη λαϊκή θεραπευτική, την ξυλοναυπηγική και την προστασία ξύλινων κατασκευών.
Στην περιοχή της Πίνδου, ειδικότερα στο Δίστρατο Κόνιτσας, η παρασκευή του κατραμιού αποτελούσε βασική επαγγελματική πρακτική των πληθυσμών, άμεσα συνυφασμένη με τη δασική διαχείριση, κατά τον 19ο αιώνα και έως τη δεκαετία του 1970.
Σήμερα η πρακτική διασώζεται από ελάχιστους παραγωγούς.
Στο Δίστρατο Κόνιτσας στην Περιφέρεια Ηπείρου συναντώνται κάποιοι τελευταίοι γνώστες της παραδοσιακής παρασκευής κατραμιού. Η πρακτική εντοπίζεται ιστορικά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην Πιερία, στην Αττική (Γεράνεια Όρη), στην νοτιοανατολική Κρήτη, στη Θάσο, με παραλλαγές στην τεχνολογία κατασκευής του κατραμοκάμινου, τη δασική πρώτη ύλη και την διαδικασία.
Στις Σκανδιναβικές χώρες η πρακτική έχει αναβιώσει τις τελευταίες δεκαετίες για τις ανάγκες συντήρησης και προστασίας μιας ειδικής κατηγορίας μνημείων, των μεσαιωνικών ξύλινων εκκλησιών stave churches. Βιβλιογραφικές αναφορές για την πρακτική συναντώνται σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής.