Από δημόσια σε ιδιωτική: Η Εγνατία Οδός αλλάζει χέρια και πολιτική – Τέλος στα «ελευθέρας» για Θεσπρωτία και Μέτσοβο;
Η ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας Οδού, που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2025, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες για το μέλλον των απαλλαγών διοδίων που ισχύουν σήμερα για χιλιάδες κατοίκους της Θεσπρωτίας και του Δήμου Μετσόβου. Από την 1η Ιανουαρίου 2026, ο αυτοκινητόδρομος θα περάσει σε καθεστώς εκκαθάρισης και η διαχείρισή του θα ανατεθεί στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ–EGIS, σηματοδοτώντας το τέλος του τελευταίου δημόσιου κλειστού αυτοκινητόδρομου της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εγνατίας Α.Ε., 14.571 οδηγοί από τις δύο περιοχές έχουν πραγματοποιήσει πάνω από 500.000 διελεύσεις από τα διόδια Τύριας, Παμβώτιδας και Μαλακασίου μέσα στο 2024. Πρόκειται κυρίως για εργαζόμενους που χρησιμοποιούν τον δρόμο καθημερινά, με τις απαλλαγές να αποτελούν κρίσιμο μέτρο στήριξης για τη μετακίνησή τους.
Η νέα διοίκηση δεν έχει εκφράσει πρόθεση να διατηρήσει το υφιστάμενο καθεστώς πλήρους απαλλαγής. Αντίθετα, η πολιτική της σε άλλους αυτοκινητοδρόμους δείχνει τάση για αυξημένα κόμιστρα και περιορισμένες εκπτώσεις μέσω epass, οι οποίες δεν καλύπτουν τις ανάγκες των καθημερινών χρηστών. Το κόστος των διοδίων για τη διαδρομή Γιάννενα–Αθήνα μέσω των αυτοκινητοδρόμων της ΤΕΡΝΑ φτάνει τα 86,10 ευρώ, ενώ η εναλλακτική διαδρομή μέσω Εγνατίας κοστίζει 27,40 ευρώ.
Ο Σύλλογος Εργαζομένων στην Εγνατία Οδό έχει ήδη προειδοποιήσει για τις επιπτώσεις της ιδιωτικοποίησης, τόσο σε τεχνικό επίπεδο – με την απουσία δημόσιου φορέα για μελέτες και έργα – όσο και σε κοινωνικό, με την κατάργηση των ατελειών και την αύξηση του κόστους μετακίνησης για τον γενικό πληθυσμό.
Το 2024 καταγράφηκαν συνολικά 83.132.369 διελεύσεις από διόδια σε όλη την έκταση της Εγνατίας, με μέσο ημερήσιο όγκο 9.560 ελαφρών και 1.898 βαρέων οχημάτων. Η Εγνατία Οδός αποτελεί κρίσιμο άξονα μετακίνησης για τη Βόρεια Ελλάδα και η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος αναμένεται να επηρεάσει άμεσα χιλιάδες πολίτες, εργαζόμενους και επιχειρήσεις.
Το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό είναι αν η νέα διοίκηση θα αναγνωρίσει την κοινωνική σημασία των απαλλαγών ή αν αυτές θα αποτελέσουν παρελθόν στο νέο μοντέλο λειτουργίας του αυτοκινητοδρόμου.