Σε αυτές τις εκλογές έχουμε αντιμέτωπες δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη είναι αυτή του κ. Μητσοτάκη όπου ακόμη και το βασικό του τεκμήριο «επιτυχίας», περί μείωσης της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, είναι πλαστό. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, η συνολική φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών στην Ελλάδα είτε μειώθηκε οριακά κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες, είτε αυξήθηκε.
Ο συγκεκριμένος δείκτης λαμβάνει υπόψη μόνο το φόρο εισοδήματος και τις ασφαλιστικές εισφορές των μισθωτών, αφού αφαιρεθούν τα επιδόματα Ουδόλως δε ασχολείται με την επίπτωση της έμμεσης φορολογίας και της γιγάντωσής της εξαιτίας του πληθωρισμού..
Σύμφωνα με τον ίδιο οργανισμό, ο υψηλός πληθωρισμός είχε ως συνέπεια τη μείωση των πραγματικών μισθών κατά 7,4% στην Ελλάδα. Στο μακιαβελικό σύμπαν του κ. Μητσοτάκη, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Για τον ίδιο και τους ομοϊδεάτες του, η ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας αποτιμάται αποκλειστικά σε όρους σχετικών τιμών και κόστους ανά μονάδα εργασίας. Ισχύει όμως στον πραγματικό κόσμο μια τέτοια παραδοχή;
Ένας πρωτοετής φοιτητής τμήματος Οικονομικής Επιστήμης, γνωρίζει πως η διεθνής ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας επηρεάζεται καίρια και από μια σειρά από ποιοτικούς παράγοντες οι οποίοι έχουν άμεση σχέση με την αποδοτικότητα των επενδύσεων όπως: η αποτελεσματική λειτουργία των θεσμών και της δικαιοσύνης, η οικονομική ελευθερία, η κοινωνική συνοχή, το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της οικονομίας, η ποιότητα ζωής, εν γένει, των κατοίκων της χώρας.
Στην Ελλάδα, μόνο ο κ. Μητσοτάκης αντιλαμβάνεται μια «καταπληκτική» ποιότητα ζωής. Για τον υπόλοιπο κόσμο η πραγματικότητα είναι αλλού. Στην εκρηκτική ακρίβεια που οδηγεί στην εξάντληση του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματος από το πρώτο δεκαήμερο. Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που αδυνατεί να χρηματοδοτήσει τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις.
Στο γενικευμένο κλίμα οικονομικής ανασφάλειας εξαιτίας της αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, του «στραγγίσματος» της αγοράς από τη ρευστότητα και του πτωχευτικού νόμου Μητσοτάκη. Στην λειτουργία ολιγοπωλίων σε βασικά και κοινωνικά κρίσιμα αγαθά και στην πλήρη απόσυρση του κράτους από τον θεσμικό έλεγχο του ανταγωνισμού και της λειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Στην 108η θέση στον κόσμο στην ελευθεροτυπία, στην αναγόρευση του κακόβουλου λογισμικού ως βασικό «εξαγώγιμο προϊόν», στον αυταρχισμό ως μέθοδο επιβολής, στην παλινόρθωση του πελατειακού κράτους, στα 10 και πλέον δις. απευθείας αναθέσεων. Στην ίδια τη ΝΔ του κ. Μητσοτάκη, το πιο χρεωμένο ευρωπαϊκό κόμμα, το οποίο συνεχίζει να ξοδεύει σαν να μην υπάρχει αύριο. Με άλλα λόγια …«Welcome to the jungle».
Απέναντι σε αυτό το αποτυχημένο οικονομικοπολιτικό δόγμα που οδήγησε τη χώρα στην πρόσφατη χρεοκοπία, βρίσκεται η πρότασή μας. Η «Δικαιοσύνη Παντού» το 2023 είναι πλέον αίτημα υπαρξιακού χαρακτήρα για την ελληνική οικονομία και για την ελληνική κοινωνία. Είναι θέμα επιβίωσης να σταματήσει «χθες» η λειτουργία των ολιγοπωλίων και ο αθέμιτος ανταγωνισμός μέσω της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της πελατειακής οργάνωσης των σχέσεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η διάκριση των εξουσιών, η λειτουργία και η ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών δεν αποτελούν απλώς ώριμα κοινωνικά αιτήματα, αλλά προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη απελευθέρωση των δημιουργικών, υγιών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας. Η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής δεν αποτελεί μια ουτοπία αλλά όρο για τη βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής κινητικότητας και βιώσιμης ανάπτυξης. Το δίλημμα λοιπόν είναι: με προοδευτική διακυβέρνηση για το δίκαιο, τη χρηστή διαχείριση και την ευημερία για όλους, ή, με το δίκιο της ζούγκλας των ολίγιστων;
Άρθρο της Όλγας Γεροβασίλη, υποψήφιας Βουλευτή Άρτας με τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ