Ξημέρωσε, ο ήλιος αντάμωνε τα σύννεφα που χάνονταν. Μετά ξανάβγαινε, φώτιζε βιαστικά, ό,τι προλάβαινε γιατί η ώρα περνούσε. Η θάλασσα είχε τα κύματά της, μα αδιαφορούσαμε, ίσως γιατί το μυαλό μας έτρεχε στα παλιά,τότε που οι γονείς μας είχαν τα παιδιά που μεγαλώνανε και τα συμβουλεύανε, ενώ εκείνα τρέχανε στους κάμπους ή στα παιχνίδια.
Φτάσαμε σε μια ακτή περίεργη, χωμένη στα βράχια. Φορτωμένοι με τάματα. Δύο άλογα ήταν έτοιμα για εμάς κι ένας συνοδός από το ιερό που θα μας οδηγούσε, με ασφάλεια, ανάμεσα στους βάλτους, τα ρέματα και τα δρομάκια μέχρι να φτάσουμε ψηλά. Όλο μας έλεγε στο μονοπάτι, να προσέχουμε τους τρόπους μας, ο τόπος είναι ιερός, οι ιερείς αφοσιωμένοι
στους θεούς και τις ψυχές που γυρίζουν στα βάθη του Άδη.
Λες και μπορούσαμε να μιλήσουμε από την αγωνία που ζούσαμε. Μετά από ώρα, ξεχωρίσαμε μέσα στα δέντρα το κάστρο. Γιατί με κάστρο έμοιαζε, στην κορυφή του λόφου. Τα ποτάμια μεγάλα, άγρια, με ορμή το αγκάλιαζαν, λες και θέλανε να το σκεπάσουν, να το κρύψουν από κάθε τι ανθρώπινο. Σίγουρα αυτός είναι ο Αχέροντας που μας είπαν, από δεξιά…
Αυτή ήταν –περίπου- η καθημερινότητα των αρχαίων προγόνων μας, που επιθυμούσαν να μάθουν το μέλλον, για διάφορα πράγματα που τους απασχολούσαν έντονα, μέσα από την αναζήτηση των ψυχών των δικών τους ανθρώπων στον ιερό αυτό τόπο. Η επίσκεψη, το τελετουργικό, όλα ετοιμάζονταν για την επίσκεψη στο χώρο των νεκρών. Τα τάματα δίνονταν στους ιερείς, η διαδικασία ξεκινούσε, βήμα βήμα.
Ο Κέρβερος, τρικέφαλος σκύλος, φύλακας ακούραστος στις πύλες του κάτω κόσμου, φύλαγε κάπου κρυμμένος, νεκρούς και ζωντανούς για να μη περάσουν τις πύλες τον Άδη. Λατρευτικός χώρος του κάτω κόσμου, ίσως ο αρχαιότερος στον κόσμο. Οι αναφορές στον Όμηρο, χαρακτηριστικές, όπως και η περιγραφή του.
Σίγουρα η Αχερουσία λίμνη, πνιγμένη στις ομίχλες, αναθυμιάσεις, καλαμιές, βάλτους στα όριά της, θα έδινε την απόλυτη αίσθηση ότι εκεί είναι ο τόπος του Άδη. Ο Πλούτωνας τη γύριζε, μαζί με τον κόσμο που ταξίδευε, με τον θάνατο, στην άλλη πλευρά. Της αιώνιας σιωπής, των σκιών.
Ξεκίνησα να επισκέπτομαι τον Νεκρομαντείο, στα πρώτα χρόνια που άνοιξε στο κοινό από τους αρχαιολόγους, μαθητής τότε σε γειτονικό σχολείο, στην περιοχή του Φαναρίου Πρέβεζας, το Καναλάκι, που κάποτεκαλύπτονταν όπως όλη η γύρω περιοχή από την Αχερουσία λίμνη. Μετά σταδιακά, με έργα αυτή η λίμνη αποξηράθηκε, έμεινε μόνο στη μνήμη, στις ιστορικές αναφορές, όπως και στους μύθους των Ελλήνων.
Με το χρόνο έγινε η πλήρη αποκατάστασή του αρχαιολογικού χώρου και σήμερα στέκεται περήφανο απέναντι στους επισκέπτες του. Όμορφο, μα παράλληλα μυστηριακό, όπως τότε. Παράξενη κατασκευαστική στη δομή του, διαφορετικό από όλα τα αρχαία κτίσματα και τις επιρροές τους.
Σαν να έγινε από την αρχή, στο βάθος του χρόνου, για να είναι διαφορετικό όλων. Ίσως και να θέλανε αυτό οι εμπνευστές του. Για αυτό έμεινε στις αναφορές των αρχαίων και του Όμηρου στην Οδύσσεια ως κάτι ξεχωριστό.
Δεν υπήρχε παρόμοιο πουθενά αλλού. Η δημιουργία του ξεκίνησε τους Μυκηναϊκούς χρόνους, περίπου το 1200 π.Χ. Κυκλώπεια τείχη, κάλυπταν όλη την περίμετρό του. Υπήρχαν εσωτερικά οι λατρευτικοί χώροι, αυτοί για τη φιλοξενία των πιστών, αποθήκες, διάδρομοι, λαβύρινθος, υπόγεια αίθουσα.
Οι πιστοί προετοιμάζονταν από τους ιερείς για να συναντήσουν κάποιο δικό τους από τον άλλο κόσμο. Όλη η διαδικασία, δημιουργούσε μια σωματική και ψυχική κατάσταση τέτοια, που οι ιερείς μπορούσαν από την υπόγεια αίθουσα να φέρουν την εικόνα του νεκρού στο μυαλό του συγγενή του.
Όλο αυτό το τελετουργικό, έμεινε μυστικό στο χρόνο. Μόνο οι επιστήμονες αρχαιολόγοι, μετά από μελέτη της διατροφής και των άλλων στοιχείων κατέληξαν, με πειστικό τρόπο, στο τι θα μπορούσε να εξυπηρετήσει η καθορισμένη διαδικασία.
Σε κάθε περίπτωση, η λατρεία και η αναζήτηση, έστω και μέσα από μυθοπλαστικές καταστάσεις, δείχνει ότι αυτός ο τόπος συγκέντρωσε για αυτό αξίζει μια επίσκεψη στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται το Νεκρομαντείο της αρχαίας Εφύρας.
Το Νεκρομαντείο Εφύρας ή Αχέροντα, βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, στο χωριό Μεσοπόταμος της Πρέβεζας. Οι περισσότεροι το επισκέπτονταν από τη θάλασσα, συνήθως από την Αμμουδιά. Η πρόσβαση σήμερα είναι εύκολη και με κάθε μέσο μεταφοράς. Πάνω στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου Λυκούρεσης που λειτουργούσε μέχρι την έναρξη της ανασκαφής το 1958.
Δεν είναι εύκολα προσβάσιμος για επίσκεψη. Στα όρια του Νεκρομαντείου βρίσκεται επίσης
η οθωμανική κούλια, η οχυρή κατοικία του Οθωμανού φεουδάρχη, κατασκευή του πρώτου μισού του 19 αιώνα.
O χώρος έχει σημαντική ενέργεια από τους χιλιάδες που ικετεύσαν στο πέρασμα των
χιλιετηρίδων, πίστεψαν, προσκύνησαν διάφορους θεούς και μίλησαν ίσως με τον εσωτερικό τους εαυτό στο πρόσωπο ενός νεκρού συγγενή, φίλου ή μάντη. Όλη αυτή η ένταση, είναι ενέργεια που πνίγει τον χώρο ακόμα και σήμερα.
Ιδίως η υπόγεια αίθουσα με την χαρακτηριστική ακουστική της που έχει ερευνηθεί από επιστήμονες πρόσφατα, όταν την επισκέπτεσαι μόνος, σε μαγνητίζει, σε φέρνει πίσω στην εποχή που όλοι έψαχναν το δικό τους νεκρό για να μάθουν κάτι για το μέλλον, κοντινό, μακρινό, τι σημασία έχει. Αυτή η προσπάθεια ένωσης δύο κόσμων, των ζωντανών και νεκρών, από μόνη της είναι μια πύλη στην αναζήτηση του απλησίαστου. Και μόνο.